- κέδρωστις
- κέδρωστις, ἡ (Α)η λευκάμπελος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος, κατά το άγρωστις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέδρωστις — bryony fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέδρωστιν — κέδρωστις bryony fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek